- προσαναπλάσασθαι
- πρός , ἀνά , ἀπό-λάζομαιseizeaor inf mpπρός , ἀνά , ἀπό-λάζωaor inf midπρόσ-ἀναπλάσσωform anewaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.